O Χρήστος Ν. Θεοφίλης σε διάλογο με τον Ζωγράφο Γιάννη Βαλαβανιδη ομότιμο Καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών τ. Αντιπρύτανη
ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ Οι εφήμερες μειωτικές ιδέες , απλοποιητικες καθώς είναι επιβάλλονται εύκολα, μα μόνο στην επιφάνεια της τεχνης . Δεν επιδρούν στις θεμελιώδης ιδέες ,στο κριτικό πνεύμα , στο σκέπτεσθαι .
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ Είναι γεγονός ότι, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι συντηρητικές συμπεριφορές κυριαρχούν στο σύνολο των κοινωνικών δρώμενων. Αυτή η κατάσταση έχει τη ρίζα της, εν μέρει, στην ασυδοσία της αγοράς, η οποία επηρεάζει τόσο το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό χώρο. Πρόκειται για μια καθολική επιρροή, που αγγίζει οπωσδήποτε και τον ευαίσθητο τομέα της τέχνης. Δεν πιστεύω ότι το άγγιγμα είναι μόνο επιφανειακό. Η μόδα και το lifestyle έχουν εισχωρήσει βαθιά, επιφέροντας ένα είδος μετάλλαξης σε ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης τέχνης. Συχνά αυτό γίνεται σχεδόν ασυνείδητα, υπόγεια και ύπουλα. Το καταλαβαίνεις εκ των υστέρων, όταν είναι πια αργά. Το θέμα είναι πώς μπορεί κανείς να το αποφύγει, να αντισταθεί, χωρίς να πάψει να είναι ενεργός πολίτης και καλλιτέχνης, χωρίς να μπει στο περιθώριο, παραμένοντας δηλαδή μέσα στο παιχνίδι και συμμετέχοντας στη διαμάχη. Είναι δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Χρειάζονται αντοχές, κριτική σκέψη, επιμονή στις αξίες της τέχνης, αληθινές ανθρώπινες σχέσεις και μυαλό ανοιχτό στη διαρκή ανανέωση. Με τέτοιου είδους όπλα, όλα είναι δυνατά.
ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ Οι ευτελείς πλάνες είναι προσιτές στην κατώτερη συλλογιστική ικανότητα .Η αδυναμία της κρίσης κάνει τον ανεπαρκή καλλιτέχνη να αποδέχεται ότι του επιβάλουν διεκδικώντας ταυτόχρονα μερίδιο από τους σημαντικούς . Η ματαιοδοξία είναι ανάλογη με αυτό που του λείπει … και αναφέρομαι σ’ αυτούς που επινοούν με δειλία ,μιλούν με εικαστική φλυαρία εξαντλημένη από την τάση της επιτήδευσης .Στο έργο τους η επιπεδοτητα ξεχειλίζει. Ας μιλήσουμε για θεμελιώδεις ιδέες και καθαρές σκέψεις ……
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ Δεν θα μπορούσα ποτέ να μιλήσω από τη θέση του «επαρκούς» καλλιτέχνη, που θεωρεί κάποιους άλλους «ανεπαρκείς». Διαφωνώ εξαρχής με τέτοιους χαρακτηρισμούς. Σέβομαι όλες τις καλλιτεχνικές προσπάθειες, ακόμα και αυτές που δύσκολα αξιολογούνται θετικά. Μπορείς να έχεις αντιρρήσεις για ένα έργο, αλλά οι εύκολες απαξιωτικές εκφράσεις δεν βοηθούν σε τίποτα. Όταν πλησιάζεις ένα έργο με καθαρή πρόθεση, βλέπεις αμέσως τις όποιες αξίες του, τις ποιότητές του, τη συγκίνηση που αποπνέει. Το έργο δεν μπορεί να κρύψει τίποτα από το θεατή. Και όλοι έχουν δικαίωμα να συμφωνούν ή να διαφωνούν με τις επιλογές του καλλιτέχνη. Φυσικά, σε κάθε εποχή, υπάρχουν έργα δημοφιλή και υπερτιμημένα, έργα αδιάφορα ή ψεύτικα που «αρέσουν» για διάφορους λόγους άσχετους με την ουσία της τέχνης. Ακόμα και στα μουσεία βλέπεις χιλιόμετρα ασήμαντης και φλύαρης ζωγραφικής, ανάμεσα σε αριστουργήματα. Αυτή όμως είναι η δουλειά του καλού θεατή: να ξεχωρίσει αυτό που αξίζει και να επικοινωνήσει με αυτό που έχει κάτι να του πει.
ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ Οι διαχειριστές επιβάλλονται δια των αισθημάτων τροποποιώντας τα με επιχειρηματολογία που κολακεύει τα αταβιστικά ένστικτα των κενόδοξων καλλιτεχνών , τους λυτρώνουν έτσι από το συναίσθημα της μηδαμινότητας .
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ Θεωρώ ότι κανένας διαχειριστής καλλιτεχνικών γεγονότων με επιχειρηματολογία κόλακα δεν μπορεί να μας λυτρώσει από τις σκέψεις που κάνουμε για τον εαυτό μας. Το συναίσθημα της μηδαμινότητας είναι κάτι που όλοι μας μπορούμε να νιώσουμε για ένα μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα. Δύσκολα το αποφεύγουμε, αν έχουμε μια στοιχειώδη αυτογνωσία. Οι κολακευτικές κενολογίες είναι απλώς άχρηστες. Σημειώνω επίσης ότι κάθε συνειδητός καλλιτέχνης έχει λόγους να νιώθει ταπεινός, αφού έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με τα προσωπικά του όρια. Όσο πιο βαθιά ψάχνει την ουσία των πραγμάτων, τόσο πιο καθαρά βλέπει ότι το ψάξιμο δεν τελειώνει ποτέ. Ξέρει ότι, πριν από αυτόν, πολλοί άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες πέρασαν από τον ίδιο δρόμο, έφτασαν ακόμα πιο κοντά στο στόχο... Γι’ αυτό ο καλλιτέχνης, αφενός ελέγχει την αλαζονεία του και, αφετέρου, βρίσκει τη δύναμη να συνεχίσει με περισσότερο πείσμα τις προσπάθειές του. Ας μην μπερδεύουμε, βέβαια, τη μηδαμινότητα με τη σεμνότητα που χαρακτηρίζει τους σοβαρούς καλλιτέχνες και συνδέεται με την αγωνία της εκφραστικής αναζήτησης.
ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ Οι επιβολεις σήμερα χειραγωγούν την τέχνη και τους πολιτιστικούς θεσμούς. Πετυχαίνουν με πλήρη ευπείθεια στοχεύοντας και αποσπώντας την χορηγία του χειραγωγουμενου συλλέκτη. Όμως αυτά είναι στιγμιαία και δεν επιζούν. Καλλιτέχνες , ιδέες , εκδόσεις , χορηγίες , επενδύσεις , μουσεία , επιχωματώνονται στην καταπληκτική τους αδυναμία και στον δημιουργό και μέγιστο εκσκαφέα ,τον χρόνο .
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ Λέμε ότι ο χρόνος κρίνει τα πάντα και ότι η Ιστορία αποκαθιστά την αλήθεια. Σωστό είναι, αλλά δεν ισχύει σε απόλυτο βαθμό. Η Ιστορία βασίζεται σε όσα καταγράφονται κάθε μέρα ως γεγονότα και αγνοεί τις υπερβολικά διακριτικές παρουσίες που περνούν απαρατήρητες. Κάποια από τα προβεβλημένα γεγονότα θα «επιζήσουν» επειδή το αξίζουν, έστω και αν δημιουργήθηκαν μέσω «χειραγώγησης» των θεσμών. Δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι κάθε έργο που τυγχάνει ευνοϊκής μεταχείρισης είναι προϊόν πονηρών προθέσεων και προσβάλει τις αξίες της τέχνης. Καλύτερα να κρίνουμε κατά περίπτωση. Βέβαια, οφείλουμε να δεχτούμε ότι το επικοινωνιακό στοιχείο παίζει σήμερα κυρίαρχο ρόλο στην αξιολόγηση των καλλιτεχνικών έργων, πράγμα που, μερικές φορές, γίνεται εξοργιστικό. Το παρήγορο είναι ότι υπάρχουν πλέον αρκετοί εναλλακτικοί τρόποι προβολής και αξιολόγησης. Δεν έχουμε μόνο την τρέχουσα εκδοχή της επικαιρότητας ή της επίσημης Ιστορίας. Τόσο τα σημερινά έργα όσο και τα έργα του παρελθόντος επανεξετάζονται, ξαναδιαβάζονται και ερμηνεύονται από διαφορετική σκοπιά. Κάθε εποχή, εκτός από την κυρίαρχη επίσημη εικόνα της, μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα, ανάλογα με το πώς την προσεγγίζουμε.
ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ Εξετάζοντας στον διαλογο μας την αντίπερα όχθη θα πω ΄ ο Ι. Βαλαβανιδης ως στάση – θέση ζωής είναι ζωγράφος με έργο στην καθαρότητα «των πραγμάτων» και κατά των συναισθηματικών αποκλίσεων . Θεμελιώδεις του ιδέες ΄ παρατήρηση, σπουδή, φόρμα, δομή.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ Πράγματι, το συναίσθημα δεν φαίνεται να παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωγραφική μου, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Ασφαλώς προσπαθώ να αποφύγω τα μελοδραματικά ή ρητορικά στοιχεία, γιατί νομίζω ότι δεν θα προσέθεταν τίποτα στη δουλειά μου, αντίθετα, θα υπονόμευαν τις προθέσεις μου. Ωστόσο αυτές οι προθέσεις μου δεν είναι άσχετες με το συναίσθημα, με τη συγκίνηση που μου προκαλεί το εκάστοτε θέμα μου. Προσπαθώ να καταγράψω τα θέματά μου με μια ζωγραφική ακρίβεια, που εμπεριέχει και το στοιχείο της δικής μου συγκίνησης. Σε μια πρώτη φάση, αφήνω το θέμα να υποχωρήσει, για να ξαναβρεί τη μορφή του αφού ενσωματωθεί μέσα στις εικαστικές μου σταθερές, αφού περάσει από τα στάδια της παρατήρησης και της σπουδής, ώστε να αποκτήσει δομή και φόρμα. Ζωγραφίζω μια υπαρκτή πραγματικότητα, η οποία συνεχώς αλλάζει. Μια πραγματικότητα κοινωνική και ταυτόχρονα προσωπική, εφόσον τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου δεν ορίζονται εύκολα στις μέρες μας. Επιχειρώ κάποιες ζωγραφικές αναγνώσεις των πραγμάτων που με συγκινούν και ερευνώ τις συνιστώσες τους. Είναι αυτονόητο ότι, σε όλη αυτή τη διαδικασία, συμμετέχω και συναισθηματικά. Σίγουρα το αποτέλεσμα δεν καθορίζεται από περιστασιακά συναισθήματα, αλλά αξιοποιεί, κατά κάποιο τρόπο, τη δυναμική τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΘΕΟΦΙΛΗΣ 1971-73 Ομάδα «Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών». Νομίζω ότι ήταν μια «ασυνάρτητη» ομάδα με διαφορετικότητες στο έργο και στη στάση ζωής . Συνδεόσασταν μόνο με την ειλικρίνεια του ζωγράφου και των σκοπών του , την συγκίνηση της εικόνας που μέσω των πλαστικών λύσεων αφαιρεί κάθε περιγραφική εικονογράφηση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ Σήμερα, μετά από τριάντα πέντε χρόνια, είναι εύκολο να διατυπώνουμε κρίσεις και επικρίσεις για την ομάδα των «Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών», με βάση την μετέπειτα πορεία των μελών της. Τότε όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήμασταν φίλοι επί χρόνια, είχαμε περίπου την ίδια ηλικία, τα ίδια ενδιαφέροντα, μια κοινή αισθητική βάση και μια επίσης κοινή (σε γενικές γραμμές) ιδεολογική κατεύθυνση. Σπάνια συναντάμε ομάδες με τόσα κοινά στοιχεία, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Το ότι ήμασταν διαφορετικές προσωπικότητες και καθένας μας εκφραζόταν με το ιδιαίτερο εικαστικό του ύφος, δεν ήταν καθόλου αρνητικό. Ποτέ δεν επιδιώξαμε την ομοιομορφία. Δεχόμασταν την ατομικότητα σαν δημιουργικό στοιχείο, και καλώς το κάναμε. Εξελιχθήκαμε καθένας με το δικό του τρόπο, αλλά εξακολουθούν να μας συνδέουν σχέσεις εκτίμησης και φιλίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν τυχαία η συνύπαρξή μας εκείνα τα χρόνια και ότι οι θεμελιακές αξίες που υπερασπιζόμασταν τότε εξακολουθούν να ισχύουν για όλους μας, όσο κι αν έχουν αλλάξει οι καταστάσεις.
////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Γιάννης Π. Βαλαβανίδης
Οι επισκέπτες του εργαστηρίου
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Όλα τα κατά καιρούς εργαστήρια μου ήταν μικρού μεγέθους. Μερικά μάλιστα ήταν στενόχωρα και άβολα. Έβρισκα όμως πάντα τρόπο να τα βολεύω.
Μου αρέσει να δουλεύω μόνο και ο μικρός χώρος ίσως με βοηθάει να συγκεντρωθώ. Το μέγεθος και οι ανέσεις δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για μένα, αφού σπανίως προσκαλώ κόσμο και ασχολούμαι μόνο με τη ζωγραφική μου.
Ωστόσο – το έχω ξαναπεί και όποιος θέλει ας το πιστέψει – τις ώρες που δουλεύω, το μικρό μου μοναχικό εργαστήριο γεμίζει από απρόσκλητους επισκέπτες. Είναι εκεί και με παρατηρούν, νιώθω ότι με σχολιάζουν, δεν τους ακούω να μιλούν, αλλά καταλαβαίνω ότι ενδιαφέρονται για αυτά που κάνω. Μερικοί είναι σχεδόν μόνιμοι, άλλοι έρχονται αραιά και που, κάποιοι ήρθαν μόνο μια η δυο φορές.
Τους γνωρίζω, αν και δεν ξέρω κάθε φορά ποιος ακριβώς κοιτάει πάνω απ’ τον ώμο μου και με σκουντάει διακριτικά στην πλάτη. Βλέπω εκφράσεις και μορφασμούς στα πρόσωπα τους, συχνά τους μιλάω, τους λέω: «ναι, εντάξει, ξέρω, θα το αλλάξω». Δεν είμαι σίγουρος αν η παρουσία τους με βοηθάει ή απλώς με μπερδεύει και με φέρνει σε αμηχανία.
Οι πιο τακτικοί είναι συνάδελφοι και φίλοι, που η φιλία μας κρατάει από τα χρόνια των σπουδών μας και από τις παλιές παρέες και καλλιτεχνικές ομάδες. Έρχονται επίσης μερικοί συγγενείς και γείτονες γεμάτοι περιέργεια, η υπάλληλος του φαρμακείου και η Αλβανίδα από το ψιλικατζίδικο της γωνίας. Βλέπω συχνά και κάποιους βυζαντινούς τεχνίτες, καθώς και Φλωρεντινούς ζωγράφους του 15ου αιώνα. Με αυτούς είμαι πολύ άνετος.
Δυο – τρεις γκαλερίστες, μια φίλη δημοσιογράφος, λίγοι μαθητές μου από τη Σχολή, αλλά και πιο επώνυμοι: έχω δει αρκετές φορές το Ρέμπραντ, το Γκόγια, μια φορά τον Τιτσιάνο και τον Κουρμπε, τον Πικάσο και το Σεζάν. Δεν με ενοχλούν, δεν ζητάνε τίποτα, δεν κάνουν φασαρία. Κατά διαστήματα εμφανίζονται Εγγλέζοι ποπ-αρτίστες, Γερμανοί της «Νέας Αντικειμενικότητας», Ισπανοί ρεαλιστές, ο Τζιμ Ντάιν, ο Κήνχολζ και άλλοι που δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή. Τους αναγνωρίζω, κι ας μην ξέρω πάντα τα ακριβή χαρακτηριστικά του προσώπου τους.
Και καταλαβαίνω τις αντιδράσεις τους, ακόμα κι αν κάθονται απλώς εκεί ακίνητοι σαν αγάλματα. Δεν όλες οι παρουσίες εξίσου σημαντικές ούτε εξίσου ευχάριστες. Άλλες μου προκαλούν δέος και αναστάτωση, άλλες με ενθαρρύνουν και με γλυκαίνουν.
Πρέπει να διευκρινίσω ότι όλα αυτά συμβαίνουν αποκλειστικά και μόνο την ώρα που εγώ κρατάω το πινέλο, φτιάχνω ένα χρώμα ή τραβάω γραμμές, δηλαδή όση ώρα δουλεύω πάνω στο έργο μου. Όχι προτού ξεκινήσω ούτε όταν τελειώνω τη δουλειά. Όχι όταν σκέφτομαι, όχι όταν κάνω διάλειμμα. Μόνο την ώρα που βρίσκομαι μπροστά στο έργο μου και επεμβαίνω επάνω του.
Όλοι οι επισκέπτες εξαφανίζονται μυστηριωδώς, μόλις καθίσω απέναντι στη ζωγραφιά για να την αξιολογήσω, αν δω πώς πρέπει να προχωρήσει, τι να αλλάξω και τι να κρατήσω. Σε τέτοιες στιγμές μένω τελείως μόνος, εγώ και η ζωγραφιά μου. Άδειο το εργαστήριο. Ούτε ένας επισκέπτης. Τότε τους νοσταλγώ. Ξέρω όμως ότι έτσι είναι καλύτερα. Μάλλον και εκείνοι το ξέρουν. Όσο κράτησε η επίσκεψη έγιναν όσες επαφές ή ανταλλαγές ήταν να γίνουν. Τώρα μόνος μου στο μικρό εργαστήριο πρέπει να αποφασίσω για το δικό μου έργο.
Με παρηγορεί το γεγονός ότι οι επισκέπτες του εργαστηρίου μου, δεν εξαφανίζονται ποτέ οριστικά. Ξαναέρχονται, οι ίδιο ή άλλοι, και έχω μάθει να τους περιμένω με λαχτάρα, ανησυχία και σεβασμό.
Ο Γιάννης Π. Βαλαβανίδης
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε ζωγραφική, χαρακτική και ψηφιδωτό στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1959 – 1963). Έχει πραγματοποιήσει εννέα ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Υπήρξε μέλος της «Ομάδας Τέχνης Α» (1965 – 67), της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1970 – 73), του «Συνδέσμου Σύγχρονης Τέχνης» (1979 – 1983) και της «Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη» (1979 – 1986). Ασχολήθηκε με την εικονογράφηση και σχεδίαση βιβλίων και την συγγραφή κειμένων για την τέχνη σε εφημερίδες και περιοδικά. Δίδαξε ζωγραφική και ψηφιδωτό στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1982 – 2006) και ήταν Αντιπρύτανης κατά την περίοδο 2001 – 2004. Από το 2007 είναι όμότιμος καθηγητής της ΑΣΚΤ.